Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ενίοτε ο ποταμός έρχεται ως βροχή

 

"Το πλεούμενο φως"

Και κει που όλοι συναγμένοι και έτοιμοι σχεδόν, εκεί που οι πρώτες νότες ζεσταίνονταν, προτού ξεχυθούν στον τόπο, τον κάτω από τη γη, όπως ο μικρός Γ. είπε, ο δίχως μάτια, με τα μάτια της ψυχής του μονάχα, εκεί, τότε δηλαδή, ο ποταμός ενέσκηψε ως βροχή δυνατή, ως βοή είπε ο πατέρας, απάνω στο αίθριο πλάκωσε, για να πει πως μόλις έφτασε και πως έχει σκοπό να παραμείνει. Ήρθε ο ποταμός, είπα δίχως να το σκεφτώ, ήρθε ο ποταμός, είπαν και οι συναγμένοι, άνθρωποι ζεστοί που με συντρόφεψαν και τα μάτια τους έστρεψαν στον ουρανό-ποταμό που εντός εισέβαλε.

Ήρθε με τη βοή, με την αντάρα, με το λεπτό του χάδι, με λόγια ή με ψίθυρους, όχι ως ποταμός, παρά βροχή μονάχα, ως εκείνη η ξεχασμένη πλέον του Δία προς τη Δανάη, ήρθε ως βροχή, μα βροχή ο ποταμός, προτού ποτάμι γίνει, κι όταν ο Γιώργος  γι' αυτόν μιλούσε, τα λόγια του έσβηναν απ' την αντάρα που εκείνος από ψηλά σήκωνε, έφευγε μα ερχόταν, τη μια δυνάμωνε, την άλλη κόπαζε, απεγνωσμένα ή και παραδαρμένα, ως ο Οδυσσέας χτυπιόταν πάνω στους βράχους των Φαιάκων, για να ησυχάσει έπειτα εντελώς και να σωπάσει προσώρας, μα τι ήταν αυτό, σαν άρχισε το ίδιο το παραμύθι, ως για ν' ακούσει τη φωνή που δεν ήταν δική μας, παρά τη δανείστηκε μια ιτιά για να μιλήσει. "Σωπασε, για ν' ακούσει την ιτιά" ψιθύρισε η ομήγυρις και οφείλει κανείς να σέβεται την ψυχή των ανθρώπων.

Και έπειτα πάλι σαν όλοι χαθήκαν και  τα φώτα έσβησαν, στο άδειο αίθριο γύρισε ξανά, δυνατός όπως και πριν και με το ίδιο παράπονο, για να πει πως είναι ακόμα εκεί, με τον τρόπο της βροχής, που όλοι μα όλοι είδαν εντός της εκείνον. Κόσμος ερχόταν, κόσμος έφευγε, μα τι ήταν αυτό σήμερα, μου λέγαν, ήρθε ο ποταμός, σα να το σκηνοθετήσατε. Στάθηκα και τον άκουσα ξανά, μες στη σιωπή, προτού την πόρτα πίσω μου κλείσω και τον αφήσω μες στη σιωπή να χτυπιέται ξανά και από ψηλά.

Αν η βραδιά στην Κοζάνη είχε κάτι από βαθιά συγκίνηση και μια χαμηλόφωνη σιωπή που άπλωνε και γέμιζε το χαμηλοτάβανο αρχοντικό που μας φώλιασε, αν είχε μια ζέστη μέσα από τα μάτια των άγνωστων εκείνων που μας συντρόφεψαν και μας ασπάστηκαν στο τέλος, στην Πτολεμαϊδα νιώθω τη βραδιά ως δώρο Θεού, που μας χαρίστηκε ως μια επιπλέον παραμυθία πλην του ίδιου του παραμυθιού.

Η ιτιά λοιπόν άνοιξε τα κλαδιά της και δεν πέταξε, σκέπασε όμως, όλους όσοι σε αυτήν κατέφυγαν, ως αγάπη ανθισμένη, που κάτω από τον ίσκιό της απαγκιάζουν όλοι οι κατατρεγμένοι. Και ο ποταμός έγινε εκείνο το πλεούμενο φως, για το οποίο μίλησε ο Τσέλαν, το ζωογόνο, για όσους έχουν τη χάρη να τους διασχίζει. Διασώζουν την ελπίδα και διαιωνίζουν την αγάπη. Προς όλους. Ανεξαιρέτως. Και όχι μονάχα ο ένας προς τον άλλον. Μια τέτοια αγάπη ξεχειλίζει ή ανθίζει, διαμελίζεται και  τη μεταλαβαίνουν όλοι. Τα άλλα όλα είναι βαθύτατος εγωισμός.

Η ζωή όμως συνεχίζεται. Και μετά από τρία βράδια ακριβώς θα μας οδηγήσει στον ποταμό Amendolea, δηλαδή Αμυγδαλέα, στον ποταμό εκείνο που έχει το όνομα ενός δέντρου και μάλιστα grico, ενώ πίσω μας θα έχουμε αφήσει την αμυγδαλιά-παραμυθία, την ανθισμένη, για την οποία μίλησε η Ειρήνη, αλλά και την άλλη την ανθισμένη, που ζωγράφισε και μας χάρισε πέρσι ο Γιώργος. Διασχίζοντας την Αδριατική ενδέχεται και να ανταμώσουμε με τον άλλο ποταμό, τον λεγόμενο Αλφειό, που δε δίστασε, άνθρωπος πριν, τη φύση του ν' αλλάξει, προκειμένου να σμίξει με την αγαπημένη Αρέθουσα, εκεί κοντά στις Συρακούσες.
Το είπαμε, η ιστορία συνεχίζεται.

[Η φωτογραφία από το βράδυ της Κυριακής -της ιτιάς και του ποταμού σήμερα, λέει το συναξάρι- του αγαπητού Δημήτρη. Το πλεούμενο φως φαίνεται πως αιχμαλωτίστηκε]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου