Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Για το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού Ι

 
 
Λένε πως τα παραμύθια είναι φτιαγμένα για παιδιά. Κι αυτό γιατί με ένα τρόπο φανταστικό και μαγικό οδηγούν στην πραγματικότητα. Γιατί είναι ζυμωμένα με ήρωες που σπάνε τα όρια του δυνατού και του πιθανού, που μάχονται τα πάθη τους, που διασχίζονται από υπέρμετρους αγώνες και που πάντα μα πάντα βρίσκουν το δρόμο προς τη λύτρωση ή την κάθαρση.

Αθάνατο λογοτέχνημα υψηλής ποιότητας το παραμύθι φαίνεται σαν έξοδος κινδύνου για τις ψυχές, τις παιδικές ψυχές, αλλά και τις ενήλικες (και γιατί όχι) που κρατούν ξάγρυπνο μέσα τους το παιδί. Γιατί ποιο το νόημα της ζωής αν ξεχάσουμε το παιδί μέσα μας, αυτό που πάντα θα αναζητά την παραμυθία προκειμένου ν’ αντέξει την πορεία του στο χρόνο, στον τόπο και στο θάνατο;

Όταν η φίλη μου Όλγα μού έκανε την τιμή να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου της, το δέχτηκα με ευχαρίστηση γιατί αγαπώ τα ποιήματα όσο και τα παραμύθια. Ο συνδυασμός τους λοιπόν ήταν συγκινητικός.

Το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού χωρίς να χάνει από το ποιητικό ζητούμενο, έχοντας όλα τα λυρικά του στοιχεία καθαρά, διατηρεί και το δομικό πλαίσιο του παραμυθιού με τις προσωποποιήσεις του, τις ανατροπές, την ένταση, τη δοκιμασία, τη λύτρωση και το ευτυχές, με την έννοια όχι ατυχές, τέλος του.

Κι ενώ η πορεία ξεκινά σε μια ροή αναμενόμενη, έρχεται ένα αιφνίδιο κι απογοητευτικό τέλος, ακριβώς στο κέντρο του παραμυθιού για να ξαναστηθεί το σκηνικό από την αρχή. Σ’ αυτή τη δεύτερη πράξη το παραμύθι συναντά τη φύση του που είναι η παραμυθία.

Γιατί εκεί που φαίνεται πως όλα τελειώνουν, τελικά όλα αρχίζουν. Η ιτιά και το ποτάμι δυο τραγικά φυσικά στοιχεία με την αποτύπωση τους όμως στις ψυχές και στα βιώματα του καθενός μας,έρχονται να δηλώσουν έναν έρωτα ασύμβατο και καταλυτικό. Η σχέση τους τούς ταξιδεύει και μας ταξιδεύει μέσα από τον άκρατο λυρισμό της δημιουργού ποιήτριας, που σκηνοθετεί με λεπτομέρειες πράξεις και συναισθήματα. Με δυνατή σκηνογραφία και λεκτική φωτογραφία, με μουσική υπόκρουση τους ήχους της φύσης,την ορμή του ποταμού, το κλάμα της ιτιάς και φυσικά τον άνεμο, το έργο ξεχωρίζει για την έντονη εικονοπλασία του και την έκκληση συγκινήσεων.

Ποιοι είναι όμως οι πρωταγωνιστές;

Ποιος είναι ο ποταμός;

Ποια η ιτιά;

Ποιος ο άνεμος;

Μια βουτιά στα θολά νερά του ποταμού δείχνει αμέσως την ελεύθερη κι αδέσμευτη φύση του. Ποιος μπορεί να ορίσει εξάλλου ένα ποτάμι, να το δεσμεύσει να το καθηλώσει; ποιος να το σταματήσει; Ο ποταμός ρει και πίσω δεν γυρνά.Κουβαλάει τις μνήμες του και τις ακουμπά στις όχθες. Η μοίρα του είναι να χάνεται στη θάλασσα ή να σβήνει απαλά στη γη με απόφαση δική του. Το που ανήκει ο ποταμός δεν έχει απάντηση. Το παντού είναι μια σκέψη αλλά και πάλι όχι ακριβής. Αυτό το πανίσχυρο στοιχείο του ανεπίστρεπτου, στοιχείο του ποταμού που ο δρόμος του έτσι κι αλλιώς είναι μονόδρομος, είναι κι αυτό που παρασύρει εμάς μέσα στο ποίημα, αλλά και τη μικρή ιτιά.

Που όμως ποια είναι;

Όρθια και κλαίουσα, είναι δεμένη στη μοίρα της ακινησίας της. Αταξίδευτη, λαχταρά το ταξίδι, τη φυγή. Αδύναμη υποτάσσεται στη δύναμη. Και τολμά την απόφαση. Με όλα τα στοιχεία του γητέματος, της υποταγής, του ασυλλόγιστου. Στάδιο πρώτο, εκεί που μια σχέση βαφτίζεται για πρώτη φορά στον έρωτα, χωρίς γνώση αλλά και χωρίς ζύγι, στοιχεία που η έλλειψή τους ακυρώνει τον τόπο, το χρόνο, το εγώ. Αρχέγονες αποφάσεις του αιώνιου θηλυκού κι αιώνιου αρσενικού και του μεταξύ τους έρωτα που ακόμη δε γνώρισε το τίμημα.

Στα ζευγάρια των ερωτευμένων στη λογοτεχνία, συνηθίζεται τα τραγικότερα πρόσωπα να είναι γένους θηλυκού. Το πάθος μπορεί να εξαγοραστεί ακόμη και με τη ζωή της ηρωίδας.

-έλα μαζί μου, θα της πει ο ποταμός κι αυτή θα πάει. Απαρνούμενη την ίδια της τη ζωογόνα φύση, τις ρίζες της, αποφασίζει το ξεριζωμό και το ταξίδι μαζί του. Κι απ’ αυτή της την απόφαση πιάνεται το κουβάρι της τραγικότητας, η ύπαρξη της οποίας θα φτάσει σε τέτοια ύψη, που άλλη λύση δε θα μπορέσει να δοθεί, πέρα από την καταστροφή ή την παραμυθία.

Κι ύστερα έρχεται ο άνεμος. Αυτός που πάντα υπήρχε και τα πάντα εκπλήρωνε. Άλλοτε ως θεϊκή πνοή κι άλλοτε ως ακαθόριστος αλτρουιστής «άλλος»,πνοή όμως πάντα και φύσημα στα σωθικά των ηρώων, θα τους μετουσιώσει από στοιχεία της φύσης, που σε άλλη περίπτωση η ορμή και το πάθος τους θα τους έκανε στοιχειά, σε ψυχές. Με θυσιαστική ουσιαστικά αγάπη σαν από μηχανής Θεός,παρεμβατικός στην καταστροφή και διακριτικός στην ευτυχία, έρχεται να δώσει νόημα στο θάνατο, ακυρώνοντας την οδυνηρή όψη του και μετουσιώνοντας τον σε δύναμη που μεταμορφώνει την ιτιά από κλαίουσα, σε θάλλουσα. Και η δεύτερη πράξη ξεκινά. Ο θάνατος του κούτσουρου και η αναγέννηση της ψυχής. Περνώντας από το40μερο του πένθους κι απ τα 40 κύματα της ψυχής της ή ιτιά με την πνοή του ανέμου επιστρέφει ακριβώς στο σημείο που εδρεύει η ψυχή του βιβλίου. Είναι στο σημείο που η παραμυθία την φέρνει σ’ άλλη επαφή με τον εαυτό της, στην πραγματική γνώση του έρωτα, στη δημιουργική θέση των πραγμάτων. Είναι το σημείο που ο ποταμός είναι ρέων μεν αλλά πλέκεται στις ρίζες της και την ξεδιψά. Είναι το σημείο που εκείνη ριζώνει μέσα του λυτρωτικά όχι πλατιά στην επιφάνεια της κοίτης του για να του αλλάξει τον ρου, αλλά βαθειά για να τον φέρει σ’ επαφή με τον πυρήνα του κόσμου. είναι το μαγικό εκείνο παραμυθικό στοιχείο όπου ό ένας γίνεται γεωγραφία του άλλου, μ’ ένα τρόπο αυτόματο. Που με το μαγικό ραβδί του ανέμου το κούτσουρο επιστρέφει ως δέντρο γνώσης κι ο ποταμός, τελικά, γυρίζει πίσω για να καθρεφτιστεί στα κλαδιά του.

Και τότε αν τα πράγματα ακούγονται τόσο απλά, γιατί ο πόνος, ο ξεριζωμός, η μετάνοια; Μήπως γιατί αυτό είναι το κόστος του παραδείσου, μήπως γιατί η πύλη του είναι ο θάνατος και η πτώση είναι το αρχέγονο αδαμικό χρέος. Η μικρή ιτιά κι ο ποταμός της φυλάκισαν καλά τις απαντήσεις τους στην κρυμμένη κοίτη τους.

Και δίπλα σ’ όλα αυτά ένα ερώτημα κρυφοκοιτάζει: είναι έρωτας αυτό;

Ένα ποίημα όμως δεν είναι εδώ για δώσει απαντήσεις κι έτοιμες σκέψεις, μα για μιλήσει στον καθένα ξεχωριστά τη γλώσσα που αυτός καταλαβαίνει και αισθάνεται. Κάθε ποίημα εξάλλου είναι τόσα ποιήματα όσοι κι αποδέκτες του. Κι αυτή είναι η μαγεία του.

Ένα παραμύθι απ’ τη μεριά του οφείλει να έχει και τα μυστικά του, οφείλει να γίνεται προσωπικό και να κρύβει μέσα του το μαγικό στοιχείο του λυτρωτικού.


Γύρω μας ποτάμια και ιτιές. Μέσα μας ο καθένας ποταμός και ιτιά ο ίδιος, κουβαλάει την δική του ιτιά και ποταμό ως «άλλον», τον ηγαπημένον, όπως λέει κι η συγγραφέας και είναι το όχημά του προς την ενδοχώρα του.

Αλίμονο μόνο αν το ταξίδι δεν είναι παραμύθι, αλίμονο αν μείνουν όλα χωρίς παραμυθία κούτσουρα κι ορμές χωρίς πνοή ανέμου. Αλίμονο αν ο έρωτας μείνει στις ευκολίες του και δεν αναζητήσει το τίμημά του.

Και τότε Ρίζωσε πια στο βυθό του, καταλήγει το παραμύθι για να πει: ζήσαμε εμείς καλά που γνωρίσαμε,μα αυτοί καλύτερα που τόλμησαν και χρίστηκαν την ευλογία του έρωτα.

Ξοδεύτηκε πολύ μελάνι σε κάθε μορφή, για τον έρωτα τα πάθη και το τίμημα του. Μέσα όμως από τους γραπτούς τόνους νομίζω πως τα παραμύθια λείψανε.Κι εσύ Όλγα μου, με το δικό σου παραμύθι, την παραμυθία, που ίσως κάπως όλοι περιμένουμε, αυτή την παραμυθία, σαν την αμυγδαλιά μες το Φλεβάρη, θαρρώ πως απόψε μας την άνθισες. 
 
Ειρήνη Λαρδούτσου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου